φαυσιμβροτος

φαυσιμβροτος
    φαυσίμβροτος
    2
    Pind. = φαεσίμβροτος См. φαεσιμβροτος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φαυσιμβροτος" в других словарях:

  • φαυσίμβροτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυσίμβροτος — ον, Α φαεσίμβροτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φαυ σι (< θ. φαF < ΙΕ ρίζα *bhә2 w «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + μβροτος (< βροτός* «θνητός»), πρβλ. τερψι μβροτος, φαεσί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»